- τερατοσκοπία
- Είδος μαντείας των αρχαίων Ελλήνων. Οι μάντεις που την ασκούσαν ονομάζονταν τερατοσκόποι, τερασκόποι, συμβολομάντεις ή συμβολοδείκτες. Πρόλεγαν το μέλλον ερμηνεύοντας τα τέρατα και τα σημεία, δηλαδή τα έκτακτα και ασυνήθιστα ουράνια και φυσικά φαινόμενα. Οι θεοί που καθόριζαν τα τέρατα και τα σημεία ονομάζονταν Τεράστιοι.
* * *η, ΝΜΑ, και τερασκοπία Α [τερατοσκόπος](στην αρχαιότητα) η τέχνη τού τερατοσκόπου, η εξέταση και ερμηνεία τών τεράτων, τών ουράνιων θεϊκών σημείων και η συναγωγή προφητειών από αυτά («κληδονισμοῑς καὶ τερατοσκοπίαις», Δαμασκ.).
Dictionary of Greek. 2013.